πολυμιγία

πολυμιγία
ἡ, Α [πολυμιγής]
1. ανάμιξη διαφόρων συστατικών
2. πολυποίκιλη σύνθεση
3. σύγχυση, ανακάτεμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυμιγία — πολυμιγίᾱ , πολυμιγία mixture of many components fem nom/voc/acc dual πολυμιγίᾱ , πολυμιγία mixture of many components fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμιγίαν — πολυμιγίᾱν , πολυμιγία mixture of many components fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμιξία — η, ΝΜΑ [πολύμικτος] νεοελλ. γένος ακανθοπτερύγιων βερυκόμορφων ιχθύων που απαντά στις τροπικές και εύκρατες περιοχές τού Ατλαντικού και τού Ειρηνικού Ωκεανού μσν. 1. πολυγαμία 2. κακοφωνία από πολλές φωνές μσν. αρχ. 1. πολυμιγία*, ανάμιξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”